- ἀνακρίνωνται
- ἀνακρί̱νωνται , ἀνακρίνωexamine closelyaor subj mid 3rd plἀνακρί̱νωνται , ἀνακρίνωexamine closelypres subj mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.